φαντασίωση — η / φαντασίωσις, ώσεως, ΝΜ [φαντασιῶ] ο σχηματισμός φανταστικών παραστάσεων νεοελλ. 1. συνεκδ. πλάσμα τής φαντασίας, αποκύημα τής φαντασίας 2. (ψυχολ.) α) φανταστική παράσταση, που ερμηνεύει επιθυμίες λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές β) (στην… … Dictionary of Greek
φαντασίωση — η 1. το να πλάθει κανείς με τη φαντασία, ίνδαλμα: Τις φαντασιώσεις του απεικονίζει ο ζωγράφος. 2. ψευδαισθησία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καταθυμικά Φαντασιωσική Ψυχοθεραπεία — Η θεραπεία της κατευθυνόμενης ονειροπόλησης του Leuner είναι βραχεία ψυχοθεραπευτική τεχνική, που κατατάσσεται στις τεχνικές που χρησιμοποιούν στην φαντασίωση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’40, o H. Leuner ασχολήθηκε με την πειραματική μελέτη του… … Wikipedia
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
μετεωρισμός — Η διάταση της κοιλιακής κοιλότητας, εξαιτίας της παρουσίας μεγάλης ποσότητας αερίων ή αέρα στα έντερα. * * * ο (ΑΜ μετεωρισμός) [μετεωρίζω] 1. μετεώριση, ανύψωση («μετεωρισμὸς τῶν ποδῶν», Αριστοτ.) 2. οίδημα, φούσκωμα νεοελλ. ιατρ. διόγκωση τού… … Dictionary of Greek
μετεώρισμα — το (ΑΜ μετεώρισμα) [μετεωρίζω] νεοελλ. μετάβαση από ψηλά, μεταπήδηση μσν. 1. συζήτηση για ανούσια ή ανόητα πράγματα 2. συζήτηση για κάτι μη πραγματικό, φαντασίωση μσν. αρχ. έπαρση, υπερηφάνεια … Dictionary of Greek
φάνταξη — η, Ν [φαντάζω / φαντάσσω] 1. επιδεικτική εξωτερική εμφάνιση 2. φαντασίωση … Dictionary of Greek
φανταξιά — η, Ν φαντασίωση, πλάσμα τής φαντασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάνταξη κατά τα θηλ. σε ιά] … Dictionary of Greek
Άντριτς, Ίβο — (Ivo Andri, Τράβνικ, Βοσνία 1892 – 1975). Βόσνιος συγγραφέας. Διπλωμάτης καριέρας, ο Ά. θεωρείται o επιφανέστερος εκπρόσωπος της σύγχρονης σερβοκροατικής λογοτεχνίας. Τα έργα του, ποιήματα και πεζά, έχουν πράγματι τις ρίζες τους στη ζωή της… … Dictionary of Greek
φάνταξη — η 1. η εξωτερική επιδεικτική εμφάνιση: Επαραιτήθηκε ... ως και από την εξωτερική της φάνταξη (Α. Λασκαράτος). 2. φανταξιά, φαντασίωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)